Αυρηλιανός

Αυρηλιανός
Βυζαντινός αξιωματούχος (praefectus praetorio) την εποχή του αυτοκράτορα Αρκάδιου (395-408). Ήταν πρόεδρος στην επιτροπή που καταδίκασε σε θάνατο τον Ευτρόπιο (399).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αυρηλιανός, Λεύκιος Δομίτιος — (Lucius Domitius Aurelianus, 214 275 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (270 275). Γεννήθηκε στην Πανονία και σε μικρό χρονικό διάστημα κέρδισε τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς βαθμούς, ώσπου το 270, με τον θάνατο του Κλαυδίου του Γοτθικού, ο στρατός και …   Dictionary of Greek

  • Καίλιος Αυρηλιανός — (5oς αι. μ.Χ.). Γιατρός, οπαδός της χριστιανικής αίρεσης των μεθοδικών. Ο K.A. έγραψε διάφορες πραγματείες, πολλές από τις οποίες περιέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τις μεθόδους και το επίπεδο τις αρχαίας ιατρικής επιστήμης …   Dictionary of Greek

  • Ζηνοβία — I (3ος αι. μ.Χ.). Βασίλισσα της Παλμύρας (267 273 μ.Χ.). Η Ζ., που ισχυριζόταν ότι η Σεμίραμις ανήκε στην οικογένειά της, όπως επίσης και η Κλεοπάτρα, ήταν μάλλον ιουδαϊκής καταγωγής. Όμορφη, μελαχρινή, με σπινθηροβόλο πνεύμα, υπήρξε μία από τις… …   Dictionary of Greek

  • Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • ηλιολατρία — Η λατρεία του Ήλιου ως θεού. H παράδοση της θεοποίησης του Ήλιου, που ως πηγή φωτός και θερμότητας ήταν εύλογο να ταυτιστεί συμβολικά από την πρωτόγονη φαντασία με την αρχέγονη δημιουργική δύναμη του κόσμου, συνδέεται κυρίως με τις θρησκευτικές… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”